- διονυσιαστής
- ο (Α διονυσιαστής) [διονυσιάζω]αυτός που μετέχει στις διονυσιακές γιορτέςνεοελλ.αυτός που αγαπά τις έντονες διασκεδάσεις, οργιαστής, βακχευτής, ξεφαντωτήςαρχ.οἱ Διονυσιασταίλατρευτικοί θίασοι τού Διονύσου.
Dictionary of Greek. 2013.